- ρίσκος
- ὁ, Α1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκοςὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.)2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.)3. σαρκοφάγος4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοιεἶδός τι μυιῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι φρυγικής προέλευσης, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από το αρχ. ιρλδ. rūsk «φλοιός, καλάθι» με τη μεσολάβηση πρώτα τής Γαλατικής και μετά τής Φρυγικής. Αμφίβολη παραμένει, εξάλλου, και η αναγωγή τής λ. στην ΙΕ ρίζα *wreik- «στρέφω, γυρίζω, περιτυλίσσω» (πρβλ. ῥιχνός). Η Λατινική, τέλος, δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική, πρβλ. λατ. riscus].
Dictionary of Greek. 2013.